- θρασύγυιος
- θρᾰςῠγυιος, -ον1 of bold limbs οὐδὲ Κλειτομάχοιο νίκαν Ἰσθμοῖ θρασύγυιον (sc. κατελέγχεις: i. e. won by his physical boldness) P. 8.37
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
θρασύγυιος — θρασύγυιος, ον (Α) (για αθλητή) αυτός που έχει δυνατά μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + γυιος < γυῖον «μέλος τού σώματος» (πρβλ. βαρύ γυιος, εύ γυιος)] … Dictionary of Greek
θρασύγυιον — θρασύγυιος strong of limb masc/fem acc sg θρασύγυιος strong of limb neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασυγυίου — θρασύγυιος strong of limb masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασυ- — πρώτο συνθετικό λέξεων κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής και λίγων τής Μεσαιωνικής και Νέας, το οποίο χαρακτηρίζει το β συνθετικό με τις σημασίες: α) θαρραλέος, τολμηρός, ανδρείος πρβλ. θρασύπονος αρχ. θρασύβουλος, θρασύγυιος, θρασυεργός, θρασύθυμος,… … Dictionary of Greek